θύομεν

θύομεν
θύ̱ομεν , θύω 1
offer by burning
pres ind act 1st pl
θύ̱ομεν , θύω 1
offer by burning
imperf ind act 1st pl (homeric ionic)
θύ̱ομεν , θύω 2
rage
pres ind act 1st pl
θύ̱ομεν , θύω 2
rage
imperf ind act 1st pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άκαπνος — η, ο (Α ἄκαπνος, ον) αυτός που δεν βγάζει καπνό «άκαπνο σπίτι», «άκαπνον πυρ» νεοελλ. 1. αυτός που έχει μείνει χωρίς τσιγάρα 2. αυτός που δεν καπνίζει 3. όποιος δεν έχει ζήσει τους καπνούς τής μάχης, ο απόλεμος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”